- ἐφυδρίς
- ἐφυδρ-ίς,A water-spider, Gloss.; ἐφυδρίδες is prob. f.l. in Artem.2.38 marg.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφυδρίς — ἐφυδρίς, ἡ (Α) είδος αράχνης που ζει στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + υδρίς (< ὕδωρ), πρβλ. ευ υδρίς] … Dictionary of Greek